- σπερματόλιθος
- ο, Νιατρ. λιθοειδές σύγκριμα που σχηματίζεται στις σπερματοδόχες κύστεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + λίθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
σπερματολιθίαση — η, Ν ιατρ. ο σχηματισμός λίθων στους σπερματικούς πόρους ή στις σπερματοδόχες κύστεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματόλιθος + κατάλ. ίαση] … Dictionary of Greek